Λανκασάιρ

Λανκασάιρ
(Lancashire). Κομητεία (2.896 τ. χλμ., 1.140.700 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου στο βόρειο τμήμα της Αγγλίας, μεταξύ της Ιρλανδικής θάλασσας και των Πενίνων ορέων. Διοικητικό κέντρο του Λ. είναι η πόλη Πρέστον. Αποτελεί την παλαιότερη βιομηχανική περιοχή της Βρετανίας, η οποία τον 18o και τον 19o αι. φημιζόταν για την υφαντουργία της. Σήμερα, εκτός από τα εργοστάσια υφαντουργίας, λειτουργούν στην κομητεία αυτή και μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις άνθρακα, μηχανοκατασκευών, χημικών προϊόντων, εργαλειομηχανών, αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών συσκευών και τροφίμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μέρσισαϊντ — (Merseyside). Κομητεία (652 τ. χλμ., 1.403.400 κάτ. το 2001) στο βορειοδυτικό τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνορεύει στα Β. με το Λανκασάιρ, στα Α με την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Μάντσεστερ, στα Ν με το Τσέσαιρ και στα Δ με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λίβερπουλ — (Liverpool). Πόλη (474.001 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Λάνκασαϊρ της βορειοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται στον ποταμόκολπο του Μέρσεϊ, στο σημείο εκβολής του στην Ιρλανδική θάλασσα, απέναντι από το Μπίρκενχεντ, 50 χλμ. Δ του… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Κάμπρια — (Cumbria). Βορειοδυτικός ορεινός όγκος της Αγγλίας, που εκτείνεται στην ομώνυμη κομητεία και σε περιοχές των γειτονικών κομητειών Γουεστμόρλαντ και Λάνκασαϊρ, ανάμεσα στην Ιρλανδική θάλασσα και στην κοιλάδα Ίντεν. Έχει είκοσι πέντε κορυφές, με… …   Dictionary of Greek

  • Λάνκαστερ — I (Lancaster). Πόλη (136.948 κάτ. το 2000) της βορειοδυτικής Αγγλίας, στην κομητεία Λανκασάιρ. Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Λουν, σε απόσταση 70 χλμ. από το Μάντσεστερ. Έχει ανεπτυγμένο εμπόριο γεωργικών προϊόντων και βιομηχανίες… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ντάγκαλ, Γουίλιαμ — (William MacDougall, Λάνκασαϊρ 1871 – Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα 1938). Αμερικανός ψυχολόγος, αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική και ανθρωπολογία στο Κέιμπριτζ και στο Λονδίνο, και έπειτα από ένα ταξίδι στη νήσο Βόρνεο άρχισε έρευνες στο πεδίο της …   Dictionary of Greek

  • Μάντσεστερ — I (Manchester). Πόλη (431.061 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Αγγλίας και κομητεία στην περιφέρεια Λανκασάιρ του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι χτισμένη στις δυτικές πλαγιές των Πενίνων, στις όχθες του ποταμού Ίργουελ και αποτελεί μεγάλο βιομηχανικό,… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρκλα, Τσαρλς Γκλάουερ — (Charles Glauer Barkla, Γουάιντνες, Λάνκασαϊρ 1877 – Λονδίνο 1944). Άγγλος φυσικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λίβερπουλ και στο Κέιμπριτζ. Από το 1902 έως το 1907 δίδαξε Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και αργότερα στο Λονδίνο και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”